- υπομνηματικός
- -ή, -ό / ὑπομνηματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ὑπόμνημα, -ατος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ὑπόμνημα ή αυτός που χρησιμεύει για υπόμνημα2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ερμηνευτικές σημειώσεις, σε σχόλια κειμένωναρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπομνηματικόν(με περιλπτ. σημ.) σημειώσεις ή πραγματείες ρητόρων, φιλοσόφων, ιστορικών, γεωγράφων ή καλλιτεχνών2. φρ. «ὑπομνηματικοὶ διάλογοι» — απομνημονεύματα με διαλογική μορφή (Διογ. Λαέρ.).επίρρ...υπομνηματικώς / ὑπομνηματικῶς ΝΑ1. με μορφή υπομνήματος2. ως ερμηνευτική σημείωση.
Dictionary of Greek. 2013.